καλόδεχτος

καλόδεχτος
-η, -ο [καλοδέχομαι]
1. αυτός που δέχεται κάποιον με τρόπο φιλόφρονα και ευχάριστο
2. αυτός που γίνεται δεκτός με ευχαρίστηση, που τού γίνεται θερμή υποδοχή.
επίρρ...
καλόδεχτα
με καλοδεχούμενο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευαπόδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, ον) 1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτός μσν. καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... εὐαποδέκτως (Μ) με τρόπο ευαπόδεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεκτός (< απο δέχομαι), πρβλ. αν απόδεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, ον) αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»). επίρρ... ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως) με ευπρόσδεκτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δεκτός (< προσ δέχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • καλοδέχομαι — 1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον 2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που τού είπα») 3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, η, ο καλόδεχτος* («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο… …   Dictionary of Greek

  • πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσδεκτος — η, ο αυτός που γίνεται ευχάριστα δεχτός, αλλ. καλόδεχτος, καλοδεχούμενος: Κάθε ξένος είναι ευπρόσδεκτος στο σπιτικό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοδεχούμενος — καλοδεχούμενος, η, ο και καλόδεχτος, η, ο ευπρόσδεκτος: Mολονότι ζούσε σε πολύ μικρό σπίτι ήμασταν πάντα καλοδεχούμενοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”